- βλοσυρόφρων
- βλοσῠρό-φρων, ον, gen. ονος,A savage-minded, A.Supp.833 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλοσυρόφρων — βλοσυρόφρων, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό, άγριο φρόνημα … Dictionary of Greek
βλοσυρόφρονα — βλοσυρόφρων savage minded neut nom/voc/acc pl βλοσυρόφρων savage minded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek